δασύνει

δασύνει
δασύ̱νει , δασύνω
make rough
aor subj act 3rd sg (epic)
δασύ̱νει , δασύνω
make rough
pres ind mp 2nd sg
δασύ̱νει , δασύνω
make rough
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δασύλλιος — Δασσύλιος, ο (Α) [δασύς] (προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια …   Dictionary of Greek

  • δασυντής — δασυντής, ο (AM) [δασύνω] αυτός που δασύνει συχνά τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί δασέα σύμφωνα αντί για ψιλά («δασυνταὶ γὰρ οἱ Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες») …   Dictionary of Greek

  • δασύνω — (AM δασύνω) [δασύς] προφέρω ή γράφω με δασύ πνεύμα (« Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις») αρχ. Ι. (για τον ουρανό) γεμίζω σύννεφα, καθιστώ σκοτεινό («ὁ Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν») II. δασύνομαι 1. βγάζω μαλλιά («φαλακροὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”